Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ!!!!
Αντιφασιστική συνέλευση από τα Ανατολικά της Αθήνας
Just another Espivblogs.net site
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ!!!!
Την Παράσκευή 10/2 η Αντιφασιστική Συνέλευση απο τα Ανατολικά της Αθήνας συμμετείχε στο κάλεσμα της πορείας που καλέστηκε απο την Αντιφασιστική Πρωτοβουλία Βύρωνα ενάντια στον φασισμό, την εθνική ενότητα και την πολεμική προετοιμασία.Η πορεία διέσχισε κεντρικούς δρόμους των γειτονιών του Βύρωνα και του Παγκρατίου,όπου ακούστηκαν ηχηρά αντιφασιστικά συνθήματα και συνθήματα που προτάσσουν τη διεθνιστική αλληλεγγύη και τους κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστών για την κατάργηση των συνόρων,κάθε φράχτη και στρατοπέδου συγκέντρωσης που επιβάλλει η κυριαρχία με τη συνδρομή,κράτους,κεφαλαίου,στρατών και υπερεθνικών οργανισμών.Επίσης,στο κάλεσμα ανταποκρίθηκαν κι άλλες συλλογικότητες των ανατολικών και ανένταχτοι αντιφασίστες σύντροφοι απο τις γειτονίες αυτές και άλλες της Αθήνας,καθώς και κάτοικοι των γειτονιών.
Το Σάββατο 04/02 πραγματοποιήθηκε αντιφασιστική μικροφωνική συγκέντρωση στην πλατεία του αγίου Θωμά στο Γουδή. Στη συγκέντρωση παραβρέθηκαν συλλογικότητες και άτομα από τα ανατολικά της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια, πετάχτηκαν τρικάκια και μοιράστηκαν κείμενα. Η συγκέντρωση κράτησε δύο ώρες, ενώ μετά τη λήξη της πραγματοποιήθηκε μικρό πορειάκι στη γειτονιά με σκοπό να πεταχτούν τρικάκια και να γραφτούν αντιφασιστικά συνθήματα.
Υ.Γ. Στην παρέμβαση συμμετείχε και η Αντιφασιστική Συνέλευση απο τα Ανατολικά της Αθήνας
Φωτογραφικό Υλικό:
Tο απόγευμα της Κυριακής 5/2/2017,έπειτα από κάλεσμα(ώρα 18.30 στην πλατεία Τσιρακοπούλου στον Βύρωνα) συντρόφων/-φισσών απο τις ανατολικές & νότιες συνοικίες της Αθήνας ,συμμετείχαμε στη μηχανοκίνητη πορεία,που διέσχισε τις γειτονιές του Βύρωνα,του Υμηττού,του Ν.Κόσμου(Άγιος Ιωάννης),της Γουβας και του Παγκρατίου μαζί με συντρόφους τών ανατολικών/νότιων συνοικίων,καθώς και με συντρόφους από άλλες γειτονίνες της μητρόπολης,οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της δράσης.Η μοτοπορεία(20 δικάβαλα μηχανάκια/μοτοσυκλέτες στο σύνολο της) ξεκίνησε λίγο μετά τις 19.00 από τον Βύρωνα(πλατεία Τσιρακοπούλου στη συνοικία της Μεταμόρφωσης),διένυσε κεντρικούς δρόμους,στενά,άλση και πλατείες των προαναφερθείσων περιοχών(οδούς Αγίας Σοφίας,Κύπρου,Φιλολάου,Εμπεδοκλέους,Δαμάρεως,Αλκέτου,Ευτυχίδου,Λάσκου,Τιμοθέου,Νικηφορίδη,Σειρήνων,Μεσολογγίου,Χρ.Σμύρνης,Χειμάρας,Αγίου Πέτρου & Παύλου,πλ.Πλυτά,πλ.Βαρνάβα,πλ.Πλαστήρα,πλ.Υμηττού,πλ.Ταπητουγείου,πλ.Βαρουτίδη,πλ.Αγίου Λαζάρου,λ.Υμηττού & λ.Ηλιουπόλεως,άλση Παγκρατίου & Αγίας Τριάδας),τερματίζοντας γύρω στις 20.30 στην πλατεία Τσιρακοπούλου(σημείο εκκίνησης).
(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf πατήστε εδώ)
70 χρόνια μετά από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οεπιθετικός εθνικισμός μοιάζει να επιστρέφει στην «πολιτισμένη» Δύση: Το δημοψήφισμα για το Brexit στη Βρετανία, που υποκινήθηκε από έναν ρατσιστικό συρφετό mainstream συντηρητικών και ανερχόμενων ακροδεξιών δημαγωγών, οι οποίοι βγήκαν θριαμβευτές μετά από μια καμπάνια όπου κυριάρχησε συντριπτικά η αντιμεταναστευτική υστερία· η ανάδειξη του Τραμπ σε πρόεδρο των ΗΠΑ, με την υπόσχεση ότι η (Λευκή) Αμερική θα αποκτήσει ξανά το χαμένο, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας, μεγαλείο της· η δημοσκοπική ενίσχυση της Λεπέν στην Γαλλία ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2017. Όλες αυτές οι πολιτικές εξελίξεις υποδεικνύουν ότι όσα ξέραμε πια δεν ισχύουν. Και πιο συγκεκριμένα: ότι κλονίζονται ανεπιστρεπτί οι λεπτές ισορροπίες στις οποίες βασίστηκε, στο εσωτερικό των λεγόμενων πρωτοκοσμικών κοινωνιών, η μεταπολεμική στενή σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική ανάπτυξη και την τυπική δημοκρατία, την ευρεία, με άλλα λόγια, πολιτική κατοχύρωση τυπικών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Προμηνύουν, όμως, και ότι όσα έρχονται θα είναι πολύ χειρότερα από όσα ήδη έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια.
Μια γρήγορη ματιά στην καθημερινή ειδησεογραφία είναι πια αρκετή για να διαπιστώσει κανείς πως ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 παρουσιαζόταν ως «πλανητικό χωριό» σήμερα παίρνει τη μορφή ενός γεμάτου συρματοπλέγματα πεδίου με διάσπαρτα παντού οχυρά, όπου παρατάσσονται αντιμαχόμενες δυνάμεις, ετοιμοπόλεμες ή σε κατάσταση πολεμικής προετοιμασίας. Παντού φαίνεται να ανακάμπτει, και να βρίσκει ευήκοα ώτα σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δυνάμεων, η ιδέα ότι η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και η ισχύς του εθνικού κράτους πρέπει να τεθούν über alles (υπεράνω όλων) και βέβαια να περάσουν πάνω από τα σώματα των προλετάριων που δεν μπορούν να ενταχθούν ομαλά στην ενότητα του «έθνους» ή περισσεύουν στους σχετικούς ισολογισμούς, των μη-Άγγλων, των μη-Γάλλων, των μη Λευκών Αμερικανών, των μη επαρκώς πειθαρχημένων, των μη οικονομικά αξιοποιήσιμων κ.ο.κ.. Ακόμα και το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής αντιμετωπίζεται ως κάτι το δευτερεύον σε σχέση με τους ετήσιους δείκτες ανάπτυξης της τάδε ή της δείνα χώρας, αν δεν θεωρείται προϊόν μιας σκοτεινής παγκόσμιας συνωμοσίας (όπως δημόσια διατείνεται ο Τραμπ).
Διόλου τυχαία, η ανάκαμψη του επιθετικού εθνικισμού συνοδεύεται και από την επανεμφάνιση, πλάι στις ολοένα και περισσότερο διαπεραστικές ισλαμοφοβικές κραυγές, του γνωστού δηλητηριώδους κλισέ περί των διαβολικών «τοκογλύφων»που τάχα υπερίπτανται, πέρα από τον έλεγχο των εθνών-κρατών, ψάχνοντας ευκαιρίες για να λεηλατήσουν τα εθνικά πλούτη. Για άλλη μια φορά, η ιδεοτυπική φιγούρα του «Εβραίου με τη γαμψή μύτη» έρχεται για να εξηγήσει, «χωρίς πολλά λόγια», και χωρίς πολύ σκέψη, τι συμβαίνει στον κόσμο. Την εποχή του Χίτλερ ήταν το τέρας που άκουγε στο όνομα «Ρότσιλντ». Σήμερα είναι το τέρας που ακούει στο όνομα «Τζόρτζ Σόρος». Προφέροντας αυτό το όνομα, η ακατανόητη πραγματικότητα, που όλες/οι βιώνουμε ως μια συνθλιπτική εξωτερική δύναμη καταναγκασμού, γίνεται με μιας διάφανη: είναι τελικά απλό, ζούμε σε ένα θέατρο σκιών και από πίσω κάποια απάνθρωπα όντα κινούν τα νήματα, διαλύοντας ολόκληρες χώρες και μεταφέροντας μιλιούνια καμουφλαρισμένων μουτζαχεντίν από τα βάθη της Ασίας στην αθώα Ευρώπη.
Έτσι, μπορεί πιο εύκολα να ξεχαστεί π.χ. το γεγονός ότι στην Ελλάδα χιλιάδες μικρά και μεγάλα αφεντικά επιμένουν, εδώ και μια πενταετία περίπου, να πληρώνουν όποτε γουστάρουν, ακόμα και μετά από κάμποσους μήνες, τις/τους εργάτριες/ες που δουλεύουν στις επιχειρήσεις τους. Ακόμα και ο Μαρινάκης, ο Αλαφούζος, ο Μελισσανίδης, ο Σαββίδης, ο Κοντομηνάς, μπροστά στους τερατώδεις πλανητικούς «Σόρος» μοιάζουν ασήμαντοι κομπάρσοι, άσχετα με το αν στην πραγματικότητα οι δικές τους επιχειρηματικές επιλογές, και οι επιλογές των αντίστοιχου ή μικρότερου διαμετρήματος συναδέλφων τους, είναι που καθημερινά σημαδεύουν τις ζωές των προλετάριων που ζουν στην Ελλάδα. Γιατί να ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα, συζητώντας για την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και τους μετασχηματισμούς του κράτους; Αφού ένα κι ένα κάνουν δύο: όπως και για την κρίση του 1929 έτσι και για την τωρινή κρίση φταίνε … οι Εβραίοι. Ο αντισημιτισμός ήταν, και εξακολουθεί να είναι, ένα μόνιμα διαθέσιμο ναρκωτικό που το πουλάνε στην καθαρή μορφή του οι φασίστες, αλλά το αγοράζουν μαζικά, έστω και νοθευμένο, οι υποτελείς που δεν θέλουν να πάρουν την ευθύνη να αμφισβητήσουν πράγματι την υποτέλειά τους.
Εκτός από το να παρέχει πολύ φτηνά και «κατ’ οίκον», σε όσες/ους φοβούνται να σκεφτούν στα σοβαρά γιατί αυτός ο κόσμος πάει κατά διαόλου, έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, όπου όλα αιτιολογούνται με τον απλούστερο τρόπο και όπου το κακό αποκτά το πρόσωπο μιας γνώριμης καρικατούρας, η επίκληση του φαντάσματος των «διεθνών τοκογλύφων» λειτουργεί και ως ένα μαζικής κατανάλωσης αναλγητικό. Κάνει πιο ευκολοχώνευτο το γεγονός ότιοι ζωές μας δεν συνθλίβονται από μοχθηρούς ανθρώπους, αλλά από εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις και συστηματικές μορφές καταπίεσης, ότι το ύψος του μισθού, της σύνταξης ή του επιδόματος καθορίζει τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε, ότι το αν ξυπνάμε σε μια βίλα στην Εκάλη ή σε ένα κοντέινερ ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης για χωρίς χαρτιά εργάτριες/ες, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, ισοδυναμεί με αβυσσαλέες διαφορές ως προς το τι μπορούμε να φοβόμαστε, να ελπίζουμε, να διεκδικούμε για μας και τους οικείους μας, ότι το αν καμιά/κανείς επιτελεί κανονικά τον ρόλο της/του ως γυναίκα/άνδρας ή αντίθετα παραβιάζει τα πρότυπα θηλυκότητας/αρρενωπότητας συνεπάγεται ορισμένα πολύ πραγματικά προνόμια και ορισμένους πολύ πραγματικούς αποκλεισμούς. Οι εθνικιστικές συνωμοσιολογίες είναι τόσο εθιστικές ακριβώς γιατί βγάζουν εντελώς έξω από το κάδρο τους πιο αδυσώπητους, χειροπιαστά πραγματικούς όσο και μια απόλυση ή μια γκλοπιά μπάτσου, δαίμονες που δεσπόζουν στην πραγματικότητά μας. Μας δίνουν έτσι την ανακουφιστική αίσθηση ότι μπορούμε ανέξοδα να κάνουμε πως αυτοί οι δαίμονες δεν υπάρχουν, ενώ πέφτουμε πάνω τους καθημερινά και ξέρουμε πολύ καλά πόσο καταστροφική είναι η δύναμή τους: το κεφάλαιο, αυτή η πανταχού παρούσα κοινωνική σχέση που καθορίζει σε πραγματικό χρόνο τη μοίρα μας, δηλαδή, την καθημερινή ανάλωση και απαξίωση των ζωών μας στον βωμό των οικονομικών επιδόσεων, τοέθνος-κράτος, το ανεξέλεγκτο από μας σύνολο των μηχανισμών που οργανώνουν αυτήν την απαξίωση ως μοίρα, ως κάτι το κανονικό, διασφαλίζοντας πως ό,τι είναι γραπτό να γίνει (στις προβλέψεις ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας), θα γίνει εξαθλιώνοντάς μας, σαρώνοντάς μας ή πετώντας μας στην άκρη, και τέλος όλοι εκείνοι οι διαχωρισμοί, έμφυλοι, φυλετικοί, κλπ., οι παγιωμένες, φυσικοποιημένες σχέσεις εξουσίας, που μας αποδίδουν ανταγωνιστικούς ρόλους μέσα σε αυτήν την κατάσταση απαξίωσης η οποία βιώνεται ως μοιραία
Οι εθνικιστικές συνωμοσιολογίες, όμως, δεν είναι μόνο απλουστευτικά ή αναλγητικά παραμύθια. Βοηθάνε πολύ και στο να δέσει καλά το μείγμα στο τσιμέντο της εθνικής ενότητας. Αν κανείς χάψει την ανοησία ότι το πρόβλημα είναι κάποιοι «διεθνείς τοκογλύφοι», τότε τα ελληνικά αφεντικά, πέρα από το να μοιάζουν ασήμαντοι κομπάρσοι, μπορεί να μοιάζουν και εν δυνάμει σύμμαχοι. Κι αυτοί, εξάλλου, έχουν να αντιμετωπίσουν τα ίδια σκοτεινά νήματα … Όπως π.χ. συνέβη με την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, αφού από εκεί που μέχρι πρότινος πουλούσε στο ελληνικό δημόσιο τα προϊόντα της σε αστρονομικές τιμές αναγκάστηκε από τους «ξένους» να προσαρμοστεί κάπως στις τιμές της διεθνούς αγοράς. Ή όπως συνέβη με τα ανήσυχα για το μέλλον της εθνικής οικονομίας τους βρετανικά αφεντικά που η εργατική νομοθεσία της ΕΕ δεν τους επέτρεπε να δοκιμάσουν, όσο επιθετικά ήθελαν, καινοτομίες όπως τα «συμβόλαια μηδενικών ωρών εργασίας», όπου το αφεντικό μπορεί να φωνάξει για δουλειά μια/έναν εργάτρια/τη όποτε του καπνίσει και για όσο χρόνο του καπνίσει. Ή όπως συνέβη με τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες στις ΗΠΑ των οποίων η κερδοφορία απειλήθηκε από τον νόμο Ομπάμα για την καθολική ασφάλιση υγείας (τον οποίο ο Τραμπ έχει εξαγγείλει ότι θα καταργήσει).
Οι εξαθλιωτικές υλικές συνθήκες, όταν δεν αμφισβητούνται έμπρακτα και ριζικά, όταν καμιά/κανείς αντί να τα βάλει με το αφεντικό της/του που την/τον κρατάει απλήρωτη/ο για μήνες, προτιμάει να ωρύεται για τους εξαποδώ Εβραίους «τοκογλύφους» και τους εξαποδώ ισλαμιστές «τρομοκράτες» (όπου, κατά έναν παρανοϊκό τρόπο, οι δεύτεροι είναι «όργανα» των πρώτων!), γίνονται μια θηλιά η οποία, εκτός από το να σφίγγει μέχρι ασφυξίας τον λαιμό, δένει και τα χέρια των εθελόδουλων πληβείων που σέρνονται, ελπίζοντας ότι στο τέλος θα μείνει κάνα ψίχουλο και γι’ αυτούς, πίσω από τα αστραφτερά αμάξια εκείνων από τους εκμεταλλευτές τους που λανσάρουν τους εαυτούς τους ως ικανούς να χτυπάνε δυνατά το χέρι στο τραπέζι (για τα δικά τους συμφέροντα και μόνο ασφαλώς). Άπαξ και οι εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις και οι συστηματικές μορφές καταπίεσης δεν μπαίνουν στο στόχαστρο, αλλά αντίθετα μπαίνουν κάτω απ’ το χαλί, ως κάτι το αφόρητο μεν αλλά αυτονόητο δε, ο ταξικός πόλεμος εσωτερικεύεται ως πόλεμος για το μοίρασμα μιας δεδομένης πίτας που την επιβουλεύονται διαφόρων ειδών αρπακτικά και αλλοεθνείς διάβολοι – ως διακρατικός ανταγωνισμός και, ακόμα χειρότερα, ως πόλεμος των φτωχών, ή όσων απειλούνται με πτώχευση, ενάντια στους φτωχότερους.
Ο καθένας, επομένως, που εξηγεί από τον καναπέ του ή στο καφενείο που συχνάζει πως για ό,τι μας συμβαίνει δεν φταίνε παρά οι συνωμοτικές συναντήσεις μασόνων και τραπεζιτών στα ελβετικά βουνά, μπορεί εύκολα και απενοχοποιημένα να ψηφίζει Τραμπ, Λεπέν ή Μιχαλολιάκο, θεωρώντας πως έτσι προβαίνει σε μια αντισυστημική πράξη, ενώ αυτό στο οποίο συνειδητά συμβάλει δεν είναι παρά η επαναχάραξη των εθνικών ζωνών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Στην ουσία, εδώ πρόκειται για ταύτιση με την κριτική που ασκεί ο φασισμός στο κεφάλαιο, όχι ως κεφάλαιο, αλλά ως παγκοσμιοποιημένο-χρηματιστικοποιημένο κεφάλαιο («εβραϊκό») που διαφεύγει του φυλετικού/εθνικού ελέγχου τον οποίο προκρίνει ο κάθε «τοπικοποιημένος» φασισμός. Η παθητική δυσαρέσκεια του καναπέ ή του καφενείου διασταυρώνεται με τον οργανωμένο, πολιτικό φασισμό σε μια συνωμοσιολογική «αντισυστημική» κριτική που αρκείται να στηλιτεύει τις «υπερβολές» του «νεοφιλελευθερισμού» και των «διεθνών τοκογλύφων». Κατά βάθος, όμως, συγκλίνει με τον φασισμό και προς έναν κοινό στόχο: αυτόν της εγκαθίδρυσης μιας ενιαίας –κατά κύριο λόγο λευκής, αρσενικής– ταυτότητας που θα εξαλείψει τις διαφοροποιήσεις, θα επιβάλλει την ενιαιότητα της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην εθνική επικράτεια και την ενιαιότητα των αναγκών και των επιθυμιών.
Αντικειμενικά, αυτή η κίνηση κοινωνικών διεργασιών εκκαθάρισης, ομογενοποίησης και ενοποίησης που είναι σήμερα η συγκρότηση μιας νέας εθνικής ενότητας τροφοδοτείται όχι μόνο από αφηγήσεις που εμφανίζονται ανοιχτά ως ακροδεξιές αλλά και από αφηγήσεις που εμφανίζονται ως αριστερές. Ο επιθετικός εθνικισμός είναι διάχυτος.
Σε κοινωνικό επίπεδο, τα τωρινά καλέσματα για εθνική ενότητα βρίσκουν απήχηση ακόμα και σε εργατικές γειτονιές, όπως οι δικιές μας, σε εργατικά, μικροαστικά, προλεταριοποιούμενα κοινωνικά στρώματα που ενώ έχουν ήδη κληθεί να πληρώσουν τα σπασμένα της τρέχουσας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αντί να στραφούν ενάντια στο κεφάλαιο και το δικό τους κράτος, που λειτουργώντας ως στρατηγείο του κεφαλαίου τους φόρτωσε αυτόν τον βαρύ λογαριασμό, προτιμούν να πιστεύουν ότι αν πειθαρχήσουν στην ολοκληρωτική δομή μιας εθνικής ζώνης συσσώρευσης το σπλαχνικό έθνος-κράτος θα αναλάβει να τους δώσει πίσω τα χαμένα «κεκτημένα», ακόμα και μέσα από την εμπλοκή σε πολεμικούς ανταγωνισμούς με άλλες εθνικές ζώνες συσσώρευσης. Μια τέτοια διαταξική συμμαχία, τμημάτων της εργατικής και της μεσαίας τάξης με συγκεκριμένες μερίδες του ελληνικού μεγάλου κεφαλαίου, είχε αρχίσει να συγκροτείται ήδη από την προηγούμενη περίοδο, υπό τη μορφή του «αντιμνημονιακού μετώπου», διεκδικώντας ένα καινούριο deal με το ελληνικό κράτος. Αυτό το μέτωπο, τελικά, όχι μόνο αποτέλεσε μια εγχώρια έκφραση των νέων εθνοενωτικών στρατηγικών, που τώρα βλέπουμε να ξεδιπλώνονται σε όλο τον «ανεπτυγμένο κόσμο», αλλά κυρίως μέσα από την ήττα του –εκφρασμένη υλικά από το γεγονός ότι η διαδικασία υποτίμησης όχι μόνο δεν ανασχέθηκε αλλά εντάθηκε– είναι που τροφοδοτεί περαιτέρω δομικά και όχι συγκυριακά τις τάσεις εκφασισμού στην ελληνική κοινωνία.
Και σε πολιτικό επίπεδο, όμως, ο φορέας που απορρόφησε την «αντισυστημική» δυναμική της προηγούμενης περιόδου, ο ΣΥΡΙΖΑ, πλάσαρε ακομπλεξάριστα μια σειρά από εθνικιστικά συνωμοσιολογικά ιδεολογήματα, τόσο την περίοδο της ανόδου του, όταν ο Σόϊμπλε και η Μέρκελ εικονογραφούνταν ως εκπρόσωποι των «τοκογλύφων», όσο και την περίοδο της «ηρωϊκής» πρώτης κυβερνητικής του θητείας, όταν οι εκκλήσεις για εθνική ενότητα, στο όνομα της διαπραγμάτευσης του «μάγκα» Βαρουφάκη με τους «ξένους» που επιδίωκαν την «κοινωνική γενοκτονία των Ελλήνων» (sic), είχαν φτάσει σε βαθμό υστερικού παροξυσμού. Τα κομμάτια δε του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησαν μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου, συγκροτώντας τη ΛΑΕ και την «Πλεύση Ελευθερίας», όχι μόνο ενέδωσαν κι αυτά στον πειρασμό του εθνικισμού, αλλά πλειοδοτούν κιόλας.
Ένας χτυπητά ορατός πολιτικός καρπός αυτής της εξ αριστερών εθνικής ενότητας είναι η αρμονικότατη συνύπαρξη στους κυβερνητικούς θώκους με ένα τμήμα της εγχώριας μη-ναζιστικής άκρας δεξιάς, τους ΑΝΕΛ. Δεν είναι ο μόνος. Η παρουσία του Καμμένου στο υπουργείο «εθνικής άμυνας» συμπληρώνεται από την επιθετική συμμαχία του ελληνικού κράτους με το κυπριακό, το αιγυπτιακό και το ισραηλινό για τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της ΝΑ Μεσογείου ενάντια στο τουρκικό κράτος, από τους δημόσιους τσαμπουκάδες ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση που ούτε λίγο ούτε πολύ ανοίγουν και πάλι το ζήτημα των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και από την εμπέδωση και εμβάθυνση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής που το ελληνικό κράτος έχει ήδη από τη δεκαετία του 1990 χαράξει, πρωτοπορώντας σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Με αφορμή την παρουσία περίπου 60.000 επιπλέον μεταναστριών/ών στην ελληνική επικράτεια, ενός μικρού μονάχα κλάσματος από τον συνολικό αριθμό όσων διέσχισαν χωρίς χαρτιά τα δύο τελευταία χρόνια τα ευρωπαϊκά σύνορα, η παρανομοποίηση των μεταναστριών/ων σήμερα επιταχύνεται μέσα από έναν συνδυασμό στρατιωτικοποίησης και κρατικού «ανθρωπισμού». Δεκάδες νέοι χώροι εγκλεισμού στρατοπεδικού τύπου έχουν ξεφυτρώσει, με την αρωγή διάφορων ΜΚΟ και υπό την ευθύνη του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν αρκείται στο ιδεολογικό φλερτ με τον εθνικισμό, επιχειρώντας να οικοδομήσει μια εθνική ενότητα στη βάση της διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των «τοκογλύφων». Ασκεί, επίσης, και πολιτικές που νομιμοποιούν και τροφοδοτούν άμεσα τον επιθετικό εθνικισμό. Συνεχίζοντας, τέλος, όπως και οι προκάτοχοί της, την πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», τον ταξικό, με άλλα λόγια, πόλεμο των αφεντικών, με την περιστολή μισθών, συντάξεων και εργασιακών δικαιωμάτων, η κυβέρνηση αυτή αντικειμενικά συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας δυστοπικής πραγματικότητας, ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων, που προφανώς αποτελεί ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος για εθνικιστικά παραληρήματα κάθε λογής.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός αναδύεται πάντα, όχι εκτός, αλλά εντός της αστικής δημοκρατίας, ως ένα κάλεσμα για την αναστολή της, ώστε να «αποκατασταθεί» η πολιτική στην υποτιθέμενα αυθεντική της τάξη, για ένα κοινωνικό μπλοκ που πιστεύει ότι το έθνος τού «ξεγλιστράει». Αυτό εξηγεί γιατί ακριβώς οι τάσεις εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας δεν εκφράζονται μόνο π.χ. με τα σταθερά υψηλά ποσοστά των ελλήνων Ναζί και τον ρόλο «αντιπολίτευσης» που διεκδικούν, αλλά και με την προσπάθεια του ελληνικού κράτους για την οργανική τους ένταξη στις δομές και τις πολιτικές του λειτουργίες, όπως είδαμε με την πρόσφατη επίδειξη εθνικής ενότητας στο Καστελλόριζο από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τη ΧΑ. Μπορούμε να πούμε ότι αν η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν η διαδικασία ένταξης και ολοκλήρωσης στο ελληνικό κράτος της μη-ναζιστικής ακροδεξιάς, τώρα βλέπουμε να συντελείται και η προσπάθεια ένταξης της ναζιστικής της εκδοχής.
Όπως, όμως, ο επιθετικός εθνικισμός ριζώνει στις κοινωνικές συνθήκες, το ίδιο ισχύει και για την αντίσταση στην επέλασή του. Η απόρριψη, χάρη στη μαζική αποχή, στην Ουγγαρία του δημοψηφίσματος που η εκεί κυβέρνηση δρομολόγησε για να νομιμοποιήσει την ανοιχτά ρατσιστική της στάση απέναντι στις μετανάστριες/ες, το κίνημα Black Lives Matter και οι μαζικές διαδηλώσεις στις ΗΠΑ εναντίον του Τραμπ, η έμπρακτη βοήθεια στις μετανάστριες/ες από χιλιάδες ανθρώπους σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αυτές οι εξελίξεις, οι οποίες προδιαγράφουν μια κατεύθυνση αντίθετη από αυτήν που παραπάνω περιγράψαμε, δεν είναι περιθωριακές, ακόμα κι αν δεν αποτυπώνονται, ούτε είναι δυνατό να αποτυπωθούν, σε εκλογικά ποσοστά.
Ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου και των από κάτω έχει απόλυτη επίγνωση της διαδικασίας υποτίμησής και αποκλεισμού του και, πέρα από το να διεκδικεί την ορατότητά του, προσπαθεί να αντισταθεί ενεργά σε αυτήν τη διαδικασία, κι άρα να αναπτύξει τα δικά του εργαλεία και δομές που θα δράσουν ως ανάχωμα και δύναμη αντιστροφής, με υλικούς όρους, της παραπέρα υποτίμησης του. Μπορεί να μην είναι ακόμα σαφείς οι στόχοι και τα προτάγματα αυτής της αντίστασης στην υποτίμηση, αλλά ήδη διαμορφώνει πλαίσια και «εργαστήρια» ανασύνθεσης των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους/ες και τους καταπιεσμένους/ες.
Όσες και όσοι αντιστέκονται στον επιθετικό εθνικισμό δεν αντλούν δύναμη μόνο, ούτε κυρίως, από κάποια αφηρημένα ιδεώδη. Επιλέγουν να αντισταθούν γιατί παίρνουν την ευθύνη να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, τους οικείους τους, τους γείτονές τους, τους συναδέλφους τους, τους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονται τις ίδιες πλατείες, και τους ανθρώπους που βλέπουν να τους κοιτούν πίσω από τα συρματοπλέγματα των συνόρων ή των κέντρων κράτησης. Επιλέγουν να αντισταθούν γιατί η συλλογική αντίσταση στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, η αμφισβήτηση κάθε εθνικού, έμφυλου και φυλετικού διαχωρισμού, συγκροτούν σχέσεις, διαμορφώνουν ζωές, και έχουν απτά πραγματικά αποτελέσματα, χωρίς να χρειαστεί να μεσολαβήσει κανένα κράτος και καμιά ΜΚΟ. Είναι το πλήθος των δικών μας έμπρακτων αρνήσεων, και των δικών μας πρακτικών αλληλοβοήθειας και αναπαραγωγής, που όλα τα τελευταία χρόνια δημιούργησε πραγματικά αναχώματα στη βαρβαρότητα, από τις επανασυνδέσεις ρεύματος στις γειτονιές μας ως την αναχαίτιση των Ναζί στους δρόμους των πόλεών μας. Οι εξαθλιωτικές υλικές συνθήκες παύουν να είναι μια θηλιά που μας πνίγει μονάχα αν αρχίσουμε να τις αλλάζουμε. Όχι αμυνόμενες/οι για τη ζωή όπως σήμερα είναι, αλλά επιτιθέμενες/οι για μια ζωή καλύτερη και ριζικά διαφορετική, η δυνατότητα της οποίας γίνεται αισθητή κάθε φορά που συναντιόμαστε πέρα από τους κοινωνικούς μας ρόλους και ενάντια σε αυτούς.
Παρασκευή 27 Ιανουαρίου
8:30 μ.μ.,
στο Κοινωνικό Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα (Λαμπηδόνα)
ΣΥΖΗΤΗΣΗ:
Εθνική ενότητα, μιλιταρισμός «με ανθρώπινο πρόσωπο», πολεμική προετοιμασία
Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου
8:30 μ.μ.,
στην Κατάληψη Ανάληψης
ΣΥΖΗΤΗΣΗ:
Αντιστάσεις, σήμερα, στην υποτίμηση των ζωών μας και τον φασισμό
Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου
7:00 μ.μ.,
Πλατεία Αγίου Λαζάρου
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ/ΠΟΡΕΙΑ
ενάντια στον φασισμό, την εθνική ενότητα, την πολεμική προετοιμασία
Το Σάββατο 14/1 πραγματοποιήθηκε πορεία από την πλατεία σουρμένων προς το στρατόπεδο με αίτημα να ξανακερδίσουμε τα επισκεπτήρια, στο πλαίσιο του αγώνα μας ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον εγκλεισμό των μεταναστών/στριών. Τα επισκεπτήρια έχουν απαγορευτεί με απόφαση του διοικητή του στρατοπέδου, Δημήτρη Τέγου και του προϊσταμένου του, διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, Κωνσταντίνο Λουζιώτη, οι οποίοι προφανώς εφαρμόζουν τις οδηγίες των πολιτικών τους προϊσταμένων τις κυβέρνησης Συριζα-ανελ.
Η πορεία πλαισιώθηκε από εκατοντάδες συντρόφους/ισσες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα με πολύ παλμό και μαχητικότητα. Καθ’ όλη την διάρκεια της πορείας φωνάχθηκαν συνθήματα αλληλεγγύης στις μετανάστριες, ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αντιρατσιστικά και αντιμπατσικά και κατά του διοικητή του στρατοπέδου και του διευθυντή του αλλοδαπών. (ΤΕΓΟ – ΛΟΥΖΙΩΤΗ ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΚΑΛΑ, ΤΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝΕ ΞΑΝΑ)
Κατευθυνθήκαμε στο κάτω μέρος του στρατοπέδου και σταθήκαμε για αρκετή ώρα έξω από την μπάρα στην είσοδο του αστυνομικού τμήματος, όπου είχαν παρατάξει ένστολους, απαιτώντας από το διοικητή του κέντρου κράτησης τα επισκεπτήρια που είχαμε κατακτήσει εδώ και 2 χρόνια και τα οποία ο ίδιος απαγόρευσε.
Η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα και η επιλογή να στοχοποίησουμε τους άμεσα υπευθύνους για την απαγόρευση των επισκεπτηρίων, αιφνιδίασε και τρομοκράτησε τους μπάτσους, που εμφανώς πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Ο διοικητής Τέγος, με ύφος χαμερπή υπαλληλίσκου που απλά εκτελεί εντολές προσπάθησε να αποποιηθεί τις ευθύνες του και να πετάξει το μπαλάκι στον προϊστάμενό του, Κ. Λουζιώτη. Οι επιλογές που μας πρόσφερε ήταν να κάνουμε επίσημο αίτημα στην διεύθυνση αλλοδαπών για να μπορούμε να βλέπουμε τις κρατούμενες, είτε να μας επιτρέψουν μια σύντομη επίσκεψη από τρία άτομα μόνο για κείνη τη μέρα.
Τους στείλαμε πίσω το μπαλάκι, αρνούμενοι τόσο το ‘χαριστικό’ επισκεπτήριο, όσο και την επιλογή αιτήματος προς τη διεύθυνση αλλοδαπών, καταστώντας σαφές ότι δεν ήρθαμε για να κάνουμε εθιμοτυπικό επισκεπτήριο, ούτε εκπτώσεις στις διεκδικήσεις μας, ότι θεωρούμε προσωπικά υπεύθυνο τον διοικητή του κολαστηρίου για οτιδήποτε συμβεί από δω και πέρα, εφόσον δεν μας δοθούν οι εγγυήσεις και η δυνατότητα να πραγματοποιούμε επισκεπτήρια σε εβδομαδιαία βάση.
Έπειτα η πορεία μετακινήθηκε στο πάνω μέρος του στρατοπέδου, όπου υπάρχει οπτική επαφή με τα παράθυρα των μεταναστριών. Εκεί μας περίμεναν διμοιρίες ματ που προσπάθησαν να περιορίσουν την επαφή μας με τις κρατούμενες. Ο όγκος και η δυναμική της πορείας τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και έτσι καταφέραμε να πλησιάσουμε πιο κοντά ώστε να μας βλέπουν/ακούν οι μετανάστριες κρατούμενες.
Στη πορεία συμμετείχαν μετανάστριες και μετανάστες καθώς και πρώην κρατούμενες οι οποίες με τηλεβόα επικοινώνησαν τελικά με τις έγκλειστες στη γλώσσα τους. Εκείνες προσπαθούσαν να μας μιλήσουν με λυγμούς και κραυγές, κάτω από τις απειλές των ανθρωποφυλάκων και όλες μαζί φώναξαν συνθήματα για την ελευθερία. Οι μπάτσοι σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τις καταστείλουν, τις έκλεισαν στα κελιά τους και τις απείλησαν με διάφορους τρόπους να σταματήσουν. Αυτό στάθηκε αδύνατο.
Έπειτα από τρεις ώρες που είχαμε περάσει εκεί, χαιρετίσαμε τις έγκλειστες μετανάστριες και ανανεώσαμε το ραντεβού μας μαζί τους. Πορευθήκαμε συντεταγμένα πίσω στην πλατεία σουρμένων, ακολουθούμενοι από τα ματ που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προκαλέσουν. Η περιφρούρηση της πορείας τους έκοψε το βήχα και η πορεία έφθασε ασφαλής στην πλατεία σουρμένων όπου και διαλύθηκε.
ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ 26 ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΩΝ/ΣΤΩΝ ΠΟΥ ΦΥΛΑΚΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΝ ΑΠΕΡΓΟ ΠΕΙΝΑΣ MOHAMED A.
Αλληλέγγυες-οι κρατουμένων στα Νότια
Σύντροφοι και συντρόφισσες από τα ανατολικά αισθανθήκαμε την ανάγκη,μετά τα τελευταία περιστατικά αναβαθμισμένης δράσης και παρουσίας φασιστών στις γειτονιές μας,καθώς και με το άνοιγμα <<συνδικαλιστικών>> γραφείων της Χ.Α. στην περιοχή του Παγκρατίου,να προχωρήσουμε στη δημιουργία αντιφασιστικής συνέλευσης. Με δεδομένο ότι ο καπιταλισμός και κάθε μορφή εξουσίας είναι η γενεσιουργός αιτία του φασισμού και της έμφυλης κυριαρχίας,δεν είναι δυνατή η συνεύρεσή μας με άτομα ή πολιτικούς σχηματισμούς που προβάλλουν την κομματική τους ταυτότητα,προάγουν τις συγκεντρωτικές και γραφειοκρατικές λογικές ή ενστερνίζονται σεξιστικές συμπεριφορές .
Η συνέλευση μας λειτουργεί αντιιεραρχικά,αυτοοργανωμένα και αδιαμεσολάβητα και είναι ανοιχτή σε όποιον/α δέχεται τις αρχές αυτές και τον τρόπο λειτουργίας της. Έχει σαν σκοπό να αντιμετωπίσει το φασισμό σαν ιδεολογία αλλά και σαν πρακτική. Προχωρεί στην ενεργοποίηση δικτύου άμεσης ενημέρωσης και σημείων πιθανής δράσης σε συνεννόηση με τις συλλογικότητες των γειτονιών μας. Χαράζει στρατηγική αντιμετώπισης χωρίς σε καμία περίπτωση να λειτουργεί ανταγωνιστικά στις υπάρχουσες συλλογικότητες που έτσι κι αλλιώς,με τις δράσεις,τις παρεμβάσεις και το λόγο τους σηκώνουν το κύριο βάρος της αντιφασιστικής πρακτικής.
Στεκόμαστε αλληλέγγυα σε κάθε αντιφασιστική δράση που λαμβάνει ή θα λάβει χώρα στις γειτονιές. Η συνέλευση μας δεν έχει συντονιστικό χαρακτήρα,αλλά προσδοκά και επιδιώκει τη συνεννόηση με τις άλλες συλλογικότητες,καθώς και με τους/τις ανένταχτους/ες σε αυτές αντιφασίστες/αντιφασίστριες των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας,. Στόχος μας είναι,σε πρωταρχικό στάδιο,η κινητοποίηση των γειτονιών μας μέσω της αντιπληροφόρησης με κάθε πρόσφορο μέσο.
ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ TΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Από το καλοκαίρι του 2016, αναρχικοί/ές σύντροφοι και συντρόφισσες, που κατά βάση κινούμασταν σε εγχειρήματα στέγασης και συνελεύσεις για το μεταναστευτικό, αποφασίσαμε να συγκροτήσουμε μία ανοιχτή συνέλευση για τη διάχυση των μεταναστευτικών αγώνων, βρίσκοντας αναγκαία την εμβάθυνση και την περαιτέρω πολιτικοποίηση των αγώνων αυτών και στοχεύοντας σε μια, επί της ουσίας, σχέση με τους μετανάστες/ριες, στους οποίους και στεκόμαστε αλληλέγγυοι.
Η παρούσα μεταναστευτική «κρίση» θα φάνταζε ακατανόητη αν δε γίνει η προσπάθεια να συνδεθεί με την ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος και του κράτους-έθνους. Η αντιμετώπιση των πληθυσμιακών μετακινήσεων, ως ζήτημα προς διαχείριση, αποτελεί παραδοσιακά αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του συμπλέγματος. Οι μεταναστευτικές ροές, όχι μόνο γεννώνται από αυτό με ποικίλους τρόπους (εμπόλεμες συνθήκες, οικονομική εξαθλίωση, πολιτικές-θρησκευτικές-φυλετικές εντάσεις), αλλά χρησιμοποιούνται και για τη διαιώνιση των σύγχρονων σχέσεων εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, η ύπαρξη του κράτους-έθνους, η δημιουργία συνόρων και κατ’ επέκταση το μεταναστευτικό φαινόμενο δημιουργούν ένα ελεγχόμενο, φθηνό εργατικό δυναμικό, χρήσιμο στο πλαίσιο της μισθωτής σκλαβιάς, καθώς υπάρχουν πάντα κάποιοι και κάποιες που δουλεύουν σε ακόμα χειρότερες συνθήκες, συνήθως σε συνθήκες παρανομοποίησης. Παράλληλα, γεννούν την ευκαιρία για πειραματισμό πάνω σε κοινωνικές ομάδες, μέσω καινούριων τρόπων καταστολής και διαχείρισης, το οποίο είναι πολύ πιο εύκολα αποδεκτό, νομικά και κοινωνικά. Συγχρόνως, όσα εργατικά χέρια κρίνεται από το υπάρχον σύστημα, ότι δεν το συμφέρει να αφομοιωθούν, χρησιμοποιούνται ως φόβητρο-αντιπαράδειγμα προς συμμόρφωση των εν δυνάμει αντιφρονούντων. Έτσι, σε ιδεολογικό επίπεδο, αναπαράγεται η έννοια της εθνικής ενότητας μέσω της ρατσιστικής ρητορικής, η οποία κατευθύνει την οργή που προκύπτει από την εκμετάλλευση και την καταπίεση προς εσωτερικούς ή εξωτερικούς «εχθρούς», καθώς και αυτή του πολίτη, ως υποκειμένου με δικαιώματα, στην οποία βασίζεται η ψευδαίσθηση της ελευθερίας μέσα στην αστική δημοκρατία.
Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται στο σήμερα, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο. Οι αποικιακές σχέσεις μπαίνουν σε ένα νέο κύκλο καταστροφής και εξαθλίωσης, πλέον όμως, σε ένα πλαίσιο επίσημης ανεξαρτησίας των χωρών, εξωθώντας και αναγκάζοντας εκατομμύρια ανθρώπων να φύγουν από τον τόπο τους, προς αναζήτηση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης στις δυτικές χώρες, όπου έρχονται αντιμέτωποι με την εκάστοτε αντιμεταναστευτική διαχείριση και, ενδεχομένως, αν σταθούν «τυχεροί», απορροφώνται ως φθηνά εργατικά χέρια. Πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα όλων αυτών αποτελούν τα ρατσιστικά, αντιμεταναστευτικά διατάγματα της κυβέρνησης Τράμπ στην αμερική, η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης από το νησί Mανούς της αυστραλίας μέχρι την τουρκία και την κένυα, οι χρηματοδοτούμενες λιβυκές συμμορίες από την ΕΕ και η απαγόρευση διασωστικών σκαφών από το ιταλικό λιμενικό στη Μεσόγειο, καθώς και οι ηλεκτροφόροι φράχτες, που υψώνονται στην καρδιά της Ευρώπης της «δημοκρατίας και των λαών». Ο εξαετής πόλεμος που μαίνεται στο συριακό χώρο – ο οποίος όχι μόνο υποδαυλίστηκε, αλλά και συντηρείται από τις δυνάμεις της δύσης, αναπόσπαστο κομμάτι των οποίων αποτελεί η Ευρώπη – έχει δημιουργήσει τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση στην ευρωπαϊκή ιστορία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρ’ όλη την προσπάθεια να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση του ανθρωπισμού και της «αλληλεγγύης», τα κλειστά σύνορα, η συμφωνία ΕΕ-τουρκίας, οι καθημερινοί πνιγμοί στη Μεσόγειο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι απελάσεις αποδεικνύουν το πραγματικό πρόσωπο της «Ευρώπης-φρούριο». Είναι οφθαλμοφανές, ότι ο εν λόγω ανθρωπισμός εξαντλείται, είτε τη στιγμή που πλέον έχει απορροφηθεί το απαραίτητο εργατικό δυναμικό, όπως στην περίπτωση της γερμανίας, είτε όταν στερείται πλέον επικοινωνιακής χρησιμότητας.
Όσον αφορά το ελληνικό κράτος, δεν είναι η πρώτη φορά που καλείται να διαχειριστεί κάποιο μεταναστευτικό υποκείμενο. Βασική διαφορά, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, αποτελεί η λεγόμενη οικονομική κρίση. Όσο συνέφερε το ελληνικό κράτος να αφομοιωθούν φθηνά εργατικά χέρια, (όπως π.χ. με τους μετανάστες/ριες από τον αλβανικό χώρο τη δεκαετία του ΄90, καθώς και από ασιατικές χώρες στη συνέχεια) ήταν παραπάνω από πρόθυμο να κάνει τα στραβά μάτια – υπό τη μόνιμη απειλή φυσικά της απέλασης και του εγκλεισμού- ενώ, από την αρχή της οικονομικής κρίσης, παρατηρείται σημαντική μεταστροφή στη μεταναστευτική του πολιτική. Μετά την όξυνση της ρητορικής που στοχοποιούσε το μεταναστευτικό υποκείμενο, αν όχι ως την αιτία, σίγουρα ως μία σοβαρή απειλή σε μία χώρα που μαστίζεται από την ανεργία, σε συμμόρφωση των ευρωπαϊκών επιταγών, ξεκίνησε μία σειρά από κατασταλτικές ενέργειες, όπως η επιχείρηση-σκούπα Ξένιος Ζευς στο κέντρο των πόλεων, η παγίωση της διοικητικής κράτησης, ο πολλαπλασιασμός των στρατοπέδων συγκέντρωσης κ.α. Την τελευταία διετία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά την προσπάθεια υιοθέτησης ενός «αριστερού-ανθρωπιστικού» προσωπείου, επαναλαμβάνει τη σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική, διατηρώντας άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα camps, εκκενώνοντας αυτοοργανωμένες δομές στέγασης, συνεχίζοντας τη λειτουργία των κέντρων κράτησης και ανοίγοντας νέα, απομονώνοντας, ως επί το πλείστον, τους μετανάστες-ριες εκτός αστικού ιστού, καθιστώντας τη διαδικασία ασύλου μεθοδευμένα ανύπαρκτη, καθώς και εφαρμόζοντας τη συμφωνία ΕΕ-τουρκίας με διαρκείς απελάσεις, σε απόλυτη σύμπλευση με το γενικότερο ευρωπαϊκό, αντιμεταναστευτικό δόγμα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι οποίες μοιάζουν να οξύνονται και να παγιώνονται περαιτέρω μέρα με τη μέρα, το ανταγωνιστικό κίνημα καλείται να δώσει απαντήσεις. Επιθυμώντας λοιπόν, το σώμα αυτής της συνέλευσης να αποτελεί μέρος αυτού, και όχι μια υπηρεσία/δομή παροχής υπηρεσιών, ορθώνεται μπροστά μας η πολιτική πρόκληση του συγκερασμού αυτών των χαρακτηριστικών. Πιστεύουμε επομένως, πως έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, η αλληλεγγύη προς τους μετανάστες/ριες να πηγάζει από τα κάτω και να μην εξαντλείται μόνο στην κάλυψη βασικών αναγκών. Θεωρούμε αυτονόητο, πως η άμεση αλληλεγγύη είναι απαραίτητη, στοχεύουμε όμως παράλληλα να θέσουμε τις βάσεις για περαιτέρω ζύμωση πάνω στα κοινά μας πολιτικά ζητήματα. Έτσι, γίνεται ξεκάθαρη η διαφορά μεταξύ αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας, καθώς η μεν στοχεύει στην καταστροφή των σχέσεων εξουσίας, ενώ η δε τις αναπαράγει, μέσω των σχέσεων εξάρτησης που αναγκαστικά δημιουργούνται, αντί να προωθεί την άμεση εμπλοκή των μεταναστών/ριών στην πολιτική και πρακτική διαδικασία της αλληλεγγύης.
Επίσης θεωρούμε, ότι ο πολιτικός μας λόγος και η δράση μας στερούνται νοήματος, αν δεν καταφέρνουν να στηρίζουν και να παρεμβαίνουν σε κοινωνικούς αγώνες, δηλαδή αγώνες, οι οποίοι ξεκινάνε ως αντίδραση σε κάποια συγκεκριμένη καταπίεση από ένα κοινό πρόβλημα, και όχι απαραίτητα από μια συμπαγή πολιτική θέση. Βεβαίως, αγώνες με αποκλειστική αφετηρία την αντίδραση στις εκάστοτε συνθήκες, πολλές φορές παραμένουν μερικοί και εν τέλει αφομοιώνονται. Από την άλλη, μια θεωρητική αλληλεγγύη «από μακριά» τείνει να θυσιάζει, στο βωμό της πολιτικής καθαρότητας, την περαιτέρω εμπλοκή με τους ίδιους τους ανθρώπους, που βιώνουν τις συνέπειες της αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Στην προσπάθεια αποφυγής μιας στείρας, αυτοαναφορικής αναπαραγωγής των δικών μας αντιλήψεων, επιλέγουμε να εμπλακούμε με αυτούς και αυτές, που βιώνουν στο έπακρον την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Έτσι, το ζήτημα που αναδύεται είναι να γεφυρώσουμε την κοινωνική συνθήκη και την πολιτική θέση, αφενός χτίζοντας σχέσεις, αφετέρου παρεμβαίνοντας στους αγώνες σε μια λογική συνδιαμόρφωσης· ούτε καπελώματος, ούτε συμβιβασμού.
Αντιλαμβανόμαστε, ότι το να θεωρούμε τους μετανάστες/ριες ως ένα ενιαίο σύνολο είναι από ανεδαφικό έως επικίνδυνο. Οι ίδιοι δεν έχουν μια ενιαία στάση και προσέγγιση πάνω στο πώς αντιλαμβάνονται τη συνθήκη της μετανάστευσης, πολλώ δε μάλλον τα πιθανά εργαλεία της πάλης τους. Το να τους μυθοποιούμε λοιπόν, είτε ως το «επαναστατικό υποκείμενο», είτε να τους θεωρούμε εξαρχής, ως εθνικιστές, θρησκόληπτους ή σεξιστές είναι εξίσου ανεδαφικό. Η δική μας πρωτοβουλία συνεπώς, βασίζεται στην αντίληψη, ότι πολεμώντας στο σύνολό του το σύμπλεγμα εξουσιών, το οποίο ευθύνεται για τη συνθήκη που βιώνουν οι μετανάστες/ριες, μπορούν να βρεθούν κοινοί τόποι. Έχουμε βεβαίως συνείδηση και θεωρούμε απαραίτητο να διευκρινιστεί, ότι δε μιλάμε από την ίδια θέση. Οι διαφορές των συνθηκών ζωής, από το βασικότατο ζήτημα των χαρτιών ή τις συνθήκες διαβίωσης, έως τα διαφορετικά βιώματα δε σβήνονται απλά, αλλά καλούμαστε να τα διαχειριστούμε συνειδητά, ώστε να μπορέσουμε να ορθώσουμε μαζί αναχώματα απέναντι στη καταπίεση που βιώνουμε.
Υπάρχουν βέβαια και διαφορές, που αποτελούν κοινωνικά κατασκευάσματα, οι οποίες, υπό το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», δημιουργούνται, αναπαράγονται και χρησιμοποιούνται από την εκάστοτε εξουσία. Είναι οι διαχωρισμοί περί φυλής, εθνικότητας, θρησκείας ή πολιτισμού, οι οποίοι είναι θεμελιώδεις στο καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος-έθνος, όπως αναφέραμε και πιο πάνω. Είναι ιδεολογίες γύρω από διαφορές, που θεωρούνται απόλυτες και έμφυτες, οπότε μη υπερβατές και οι οποίες σήμερα βασίζονται λιγότερο σε βιολογικά κριτήρια και περισσότερο σε πολιτιστικά. Έτσι, οι τοίχοι που ορθώνονται ανάμεσα στους ντόπιους/ες και τους μετανάστες/ριες δεν είναι μόνο αυτοί των στρατοπέδων αλλά είναι και κοινωνικοί. Αυτούς τους τοίχους οφείλουμε να τους γκρεμίσουμε, κατ’αρχάς μέσα μας, αλλά και σε όποιον έχουν φωλιάσει. Για να γίνει όμως αυτό οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε, στο μέτρο που αυτό καθίσταται δυνατό, το επιμέρους χάσμα ή τις συγκλίσεις που υπάρχουν. Χάσμα πιθανώς πιο έντονο σε σχέση με αυτό που συναντάμε, καθώς παρεμβαίνουμε στην τοπική κοινωνία, αλλά πιθανώς αντίστοιχα έντονη σύγκλιση σε άλλους τομείς, καθώς η καταπίεση που υφίστανται είναι σαφώς πιο έντονη.
Ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει πολλές φορές, όσον άφορα την προσπάθεια χτισίματος σχέσεων με ανθρώπους, που έχουν μεταναστεύσει στον ελλαδικό χώρο είναι ο σεξισμός. Ο λόγος που γίνεται ειδική μνεία είναι γιατί αποτελεί ένα σημείο εξαιρετικά λεπτό, το οποίο λόγω της φύσης του, συνήθως διαφαίνεται πιο σύντομα από άλλα ζητήματα (εθνικά ή θρησκευτικά λ.χ.). Λεπτό, διότι οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας, ότι πλέον τα γυναικεία «δικαιώματα» αποτελούν ένα από τα κυρίαρχα επιχειρήματα στο ρατσιστικό λόγο. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να μην αναπαράγεται μια διαφοροποίηση, κατά την οποία οι μετανάστες/ριες είναι σεξιστές και οι έλληνες δεν είναι. Ένας τέτοιος λόγος, όχι μόνο δίνει τροφή σε ρατσιστικές ιδεολογίες, αλλά κρύβει και την υπάρχουσα έμφυλη καταπίεση στην ελλάδα, η καταπολέμηση της οποίας αποτελεί, ούτως ή άλλως, βάση της δικής μας πολιτικής αντίληψης και δράσης. Φυσικά, αναγνωρίζουμε τις υπαρκτές διαφορές μεταξύ των συνθηκών ζωής των γυναικών στην ελλάδα και τον αραβικό κόσμο, για παράδειγμα. Γυναικείοι αγώνες βέβαια, έχουν δοθεί παγκοσμίως και ο βαθμός αφομοίωσής τους παραμένει ακόμα ένα ανοιχτό ζήτημα. Στην προσέγγισή μας προτείνουμε να έχουμε υπόψη μας την πολυπλοκότητα των συνθηκών, στις οποίες αλληλοεμπλέκονται ταξικοί, έμφυλοι, ρατσιστικοί και άλλοι διαχωρισμοί. Έτσι, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες με σεξιστική καταπίεση ή αποκλεισμό, για παράδειγμα με τη σχεδόν αποκλειστική παρουσία ανδρών σε πράγματα τα οποία έχουν μια πιο εξωστρεφή αγωνιστική φύση, θα προσπαθήσουμε να θέσουμε το ζήτημα, όχι ως «ιεραπόστολοι» και πάντα ανάλογα με την βαρύτητα του συμβάντος.
Γενικότερα, οι κοινωνικές διαφορές κάθε είδους (πολιτισμικές, πολιτικές, οικονομικές), καθώς και ζητήματα, ασύμβατα με τις δικιές μας αναρχικές θέσεις, όπως η πίστη και η εθνική ταυτότητα, (τα οποία μπορεί να αποτελέσουν για πάρα πολλούς/ές καθοριστικό στοιχείο, όχι μόνο αυτοπροσδιορισμού, αλλά και συνεκτικότητας με άλλους), αποτελούν χαρακτηριστικά που απαντώνται στην ευρύτερη κοινωνία και όχι στους μετανάστες/ριες κατ’ αποκλειστικότητα. Ωστόσο, προβλήματα όπως η κατανοητή καχυποψία, λόγω της συνεχούς κοροϊδίας από ένα σωρό «σωτήρες» (ΕΕ, κυβέρνηση, ΜΚΟ, κ.α.), της κόπωσης, των τραυματικών εμπειριών, καθώς και το γλωσσικό τείχος, που υψώνεται ανάμεσά μας, καθιστούν τη συνδιαμόρφωση κοινών αγώνων περισσότερο απαιτητική.
Σαφέστατα όμως, παρά την ποικιλότητα των ταυτοτήτων κάτω από τις οποίες διεξάγεται, ο ριζοσπαστικός αγώνας είναι παγκόσμιος – και δεν αποτελεί ειδικότητα της δύσης. Κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες έχουν δωθεί και δίνονται ανά τα χρόνια, όπου υπάρχει καταπίεση. Παράλληλα, είναι πολλά και τα παραδείγματα των αγώνων των μεταναστών/ριών στον ελλαδικό χώρο, που προκύπτουν λόγω της αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Οι φωτιές στην Αμυγδαλέζα και τη Μόρια, οι απεργίες πείνας, όπως της Υπατίας, η αντίσταση στις απελάσεις, όπως στις περιπτώσεις του Mohammed A. και της Sanaa Taleb, η συγκρουσιακή διάθεση στα σύνορα, όπως στην Ειδομένη και το Καλαί, οι αγώνες στο Ελληνικό και την Πέτρου Ράλλη, οι εργατικοί αγώνες στη Μανωλάδα και το Ροζάριο της ιταλίας είναι μόνο κάποια από αυτά. Όλα τα παραπάνω έχουν για εμάς ιδιαίτερη σημασία. Δείχνουν, πως πέρα από τη διάδοση της δικής μας πολιτικής θεωρίας και πράξης, μπορούμε μέσα από μια συμμετοχική διαδικασία να πάρουμε πολλά από αυτούς/ες, τους οποίους/ες ο κρατικός και κοινωνικός ρατσισμός επιδιώκει να παρουσιάσει ως κοινωνική απειλή.
Η εύρεση σημείων σύγκλισης δεν καθίσταται, λοιπόν, απροσπέλαστη. Είναι προφανές, ότι όπως εξηγήθηκε παραπάνω, πολλοί/ες από τους μετανάστες/ριες δε λειτουργούν εντός του δικού μας πλαισίου. Στο βαθμό όμως, που δεν επιδιώκεται η επαφή, χάνουμε το πεδίο συνεννόησης και συνύπαρξής μας, καθώς και ευκαιρίες χτισίματος κοινών, αγωνιστικών μετώπων. Εξάλλου, το χτίσιμο τέτοιων πολιτικών σχέσεων, δε μπορεί να οικοδομηθεί εκ των προτέρων, με βάση μια κοινή και συμπαγή πολιτική ταυτότητα των ντόπιων και των μεταναστών, αλλά με γνώμονα την εναντίωση όλων μας, σε μια σειρά αποκλεισμών, που παράγει η υπάρχουσα εξουσία. Όλα αυτά σημαίνουν, ότι η συλλογική, πολιτική μας συγκρότηση καλείται να αρχίσει, από μια μικρότερη βάση συμφωνιών και να προχωρήσει με περισσότερο κόπο σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά, για εμάς, όλα τα παραπάνω είναι πολύ λιγότερο ατυχείς, συγκυριακές δυσκολίες και πολύ περισσότερο μια δημιουργική ευκαιρία ανάπτυξης του πολύμορφου, ανταγωνιστικού κινήματος. Το να πολιτικοποιηθούμε (και) μαζί με τους μετανάστες/ριες και όχι να τους πολιτικοποιήσουμε, ως κάποιου είδους ριζοσπαστικοί διαφωτιστές είναι μια διαδικασία, στην οποία βλέπουμε την προοπτική του αμοιβαίου εμπλουτισμού των πολιτικών μας περιεχομένων. Γνωρίζουμε καλά, πως όπου υπάρχει καταπίεση είναι αναγκαίο να υπάρχει και αντιεξουσιαστική πρακτική. Υπό αυτό το πρίσμα, η σύμπλευσή μας, με όσες δυσκολίες συνεπάγεται, φαντάζει αναπόφευκτη και σίγουρα, απ’ την πλευρά μας, καλοδεχούμενη..
ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ.
ΚΟΙΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΖΩΗ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
συνέλευση για τη διάχυση των μεταναστευτικών αγώνων
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2017